Τ’ απομεσήμερο σερνόταν βαρύ.
Κάτι τα στόματα με τις σκληρές, τις δύσπεπτες λέξεις,
κάτι το λιοπύρι που έσταζε απ’ τα μπαγιάτικα κορμιά,
όλα, ένα απόσταμα γύρευαν.
.
Το τραπέζι με τα απομεινάρια,
σαν μια απόδειξη του εξοφλημένου χρέους,
υπογράμμιζε το αντίτιμο που δόθηκε.
Ανάσες ράθυμες, ματιές νωθρές, αισθήσεις ναρκωμένες,
συνένοχοι όλοι στη βουλιμία της σιγής.
.
Μια ηλιαχτίδα ασελγούσε στα βλέφαρα της γυναίκας,
που ούτε πετάριζαν καν,
μη και αποδιώξουν τον τελευταίο σπασμό μιας μέτοικης ηδονής στο δέρμα.
Και ο άντρας, πίσω απ’ τα γυαλιά να ονειρεύεται ένα νέο,
ένα φρέσκο κρασί να κοχλάζει στον ουρανίσκο του.
.
Όλα πήγαν όπως έπρεπε.
Μια μικρή παράταση ζωής, μια μεγάλη παύση της μέρας,
ίσα να ξαποστάσει η σιωπή που έγερνε στο βάθος.
Ίσα να φανεί στ’ ανηφόρι η νύχτα, σαν ένας ευεργέτης, αθέατος θάνατος..
Κάτι τα στόματα με τις σκληρές, τις δύσπεπτες λέξεις,
κάτι το λιοπύρι που έσταζε απ’ τα μπαγιάτικα κορμιά,
όλα, ένα απόσταμα γύρευαν.
.
Το τραπέζι με τα απομεινάρια,
σαν μια απόδειξη του εξοφλημένου χρέους,
υπογράμμιζε το αντίτιμο που δόθηκε.
Ανάσες ράθυμες, ματιές νωθρές, αισθήσεις ναρκωμένες,
συνένοχοι όλοι στη βουλιμία της σιγής.
.
Μια ηλιαχτίδα ασελγούσε στα βλέφαρα της γυναίκας,
που ούτε πετάριζαν καν,
μη και αποδιώξουν τον τελευταίο σπασμό μιας μέτοικης ηδονής στο δέρμα.
Και ο άντρας, πίσω απ’ τα γυαλιά να ονειρεύεται ένα νέο,
ένα φρέσκο κρασί να κοχλάζει στον ουρανίσκο του.
.
Όλα πήγαν όπως έπρεπε.
Μια μικρή παράταση ζωής, μια μεγάλη παύση της μέρας,
ίσα να ξαποστάσει η σιωπή που έγερνε στο βάθος.
Ίσα να φανεί στ’ ανηφόρι η νύχτα, σαν ένας ευεργέτης, αθέατος θάνατος..