Ανάσες ράθυμες, ματιές νωθρές

Τ’ απομεσήμερο σερνόταν βαρύ.
Κάτι τα στόματα με τις σκληρές, τις δύσπεπτες λέξεις,
κάτι το λιοπύρι που έσταζε απ’ τα μπαγιάτικα κορμιά, 
όλα, ένα απόσταμα γύρευαν.
 .
Το τραπέζι με τα απομεινάρια, 
σαν μια απόδειξη του εξοφλημένου χρέους, 
υπογράμμιζε το αντίτιμο που δόθηκε.
Ανάσες ράθυμες, ματιές νωθρές, αισθήσεις ναρκωμένες, 
συνένοχοι όλοι στη βουλιμία της σιγής.
 .
Μια ηλιαχτίδα ασελγούσε στα βλέφαρα της γυναίκας, 
που ούτε πετάριζαν καν,
μη και αποδιώξουν τον τελευταίο σπασμό μιας μέτοικης ηδονής στο δέρμα.
Και ο άντρας, πίσω απ’ τα γυαλιά να ονειρεύεται ένα νέο, 
ένα φρέσκο κρασί να κοχλάζει στον ουρανίσκο του.
 .
Όλα πήγαν όπως έπρεπε.
Μια μικρή παράταση ζωής, μια μεγάλη παύση της μέρας, 
ίσα να ξαποστάσει η σιωπή που έγερνε στο βάθος.
Ίσα να φανεί στ’ ανηφόρι η νύχτα, σαν ένας ευεργέτης, αθέατος θάνατος..

Footprint

Πάει καιρός που σε είδα.
Σε θυμόμουν πάντα.
Μια γαλάζια στάμπα ήσουν, πάνω στα θολά απογέματα.
 .
«Δε θα χαθούμε», είπες.
Κι εγώ ανακατεύω από τότε μια νοσταλγική πικράδα στον καφέ.
 .
Μπορεί τελικά η ζωή να μην χαράμισε ούτε μια Αθανασία για μας...
Μπορεί οι χρόνοι της Απόδρασης να 'ταν φυλακισμένοι...

... μα κάθε πρωί δραπετεύεις απ' το δωμάτιο μου
 σαν την ματαιοδοξία των αδιάβαστων στίχων...

Κουπί

Νάτο πάλι το κουπί σου, ναυαγό μέσα στη νύχτα μου.
Και χθες και σήμερα επιπλέει τα κομμάτια του
 σ’ έναν ύπνο γεμάτο ξέρες.
Δυο ακίνητα μάτια χτενίζουν τις αγωνίες του.
Γαντζώνεται πάνω τους.
 .
Ανάβω τα τάματα και θυμιατίζω με τις ίδιες ικεσίες.
Κάποιες σκόρπιες φλέβες απ' την αρμυρή σάρκα του,
σπρώχνουν με κόπο μια στεγνή κραυγή στα βαθιά.
 .
Σφαλίζω βιαστικά πόρτες και παράθυρα ενός κίβδηλου ονείρου.
Ψάχνω μες τις αναθυμιάσεις του σκοταδιού να μυρίσω την αλήθεια σου.
Πολεμάω με λύσσα το ψέμα σου.
Να σε σώσω θέλω…
.
Μη φοβάσαι.
Μια ξένη θάλασσα απομακρύνεται γυμνή και νικημένη.
Ο δεξής μου ώμος αιμορραγεί ακόμη αλλότρια κύματα.
 .
Σ' αγγίζω.
Μη φοβάσαι.
Σε κοινωνώ.
Μέσα στο αίμα μου τώρα, σαν άχραντη μετάγγιση
 τα λάθη σου κατρακυλάς.
Με μεθάς…
Ρουφώ αβύσσους αερικά και δέος απ’ τα ανέγγιχτα.
 .
Σύχασε τώρα.
Ξημέρωσε.
Βγήκαμε σε στέρφα ακτή.
Επιβιώσαμε και σήμερα τον ακέραιο πόνο στα κόκκινα νερά της μνήμης…

Σύχασε τώρα
...σωπάσου και βυθίσου μέσα μου...